ἔμπλην
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
(A), Adv.
A near, next, close by, c. gen., Βοιωτῶν ἔ. Il.2.526; before its case, Lyc.1029: abs., Hes.Sc.372 (cf. πλη-σίος).
ἔμπλην (B), Adv. strengtnd. for πλήν.
A besides, except, c. gen., Archil.111, Call.Del.73, Nic.Th.322.
German (Pape)
[Seite 814] (ἐμπελάζω), ganz nahe, τινός; Il. 2, 526; Lycophr. 1029. Ohne Casus, Hes. Sc. 372. = πλήν, außer, gesondert; τινός, Archil. frg. 103; Call. Del. 73.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπλην: ἐπίρρ., πλησίον, ἐγγύς, μετὰ γεν., Βοιωτῶν ἔμπλην Ἰλ. Β. 526, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 73· πρὸ τοῦ πτωτικοῦ αὐτοῦ, ἔμπλην Παχύνου Λυκόφρ. 1029· ἀπολ., Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 372 (πιθ. ἐκ τοῦ ἐμπελάζω, ὅλως διάφορον τοῦ ἑπομ.).
French (Bailly abrégé)
1adv. et prép.
tout près ; avec le gén., tout près de.
Étymologie: ἐμπελάζω.
2prép.
à l’exception de, gén..
Étymologie: ἐν, πλήν.