ἑορτή

Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

in Ion. Prose ὁρτή (so Schwyzer726.21 (Milet., v B.C.), prob. in Ion Trag.21, but

   A ἑορτή Schwyzer725.12 (Milet., vi B. C.)), ἡ, feast, festival, holiday, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑ. Od.20.156; ἑ. τοῖο θεοῖο 21.258; ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Hdt.1.31; ὁρτὴν ἄγειν keep a feast, ib.147, cf. Th.4.5, etc.; ἄξεις τότ' ἀμελιτῖτιν ὁρτὴν ἐξ ὁρτῆς Herod.5.85; ὁρτὴν ποιευμένους Hdt.1.150; ὁρτὴν ἀνάγειν Id.2.40,48, al.; ἑορτὰς ἑορτάσαι X.Ath.3.2; ἑορτὴν τῇ θεῷ ποιεῖν Th.2.15; ἡ τῶν Παναθηναίων ἑ. D.4.35: metaph., οἵας ἑορτῆς ἔστ' ἀπόπτυστοι θεοῖς στέργηθρ' ἔχουσαι, of the Eumenides, A.Eu. 191; ἑορτὴ ὄψεως Ael.VH13.1.    2 generally, holiday-making, amusement, pastime, παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς χάριν Pl.Phdr.276b, etc.; so ἑορτὴν ἡγεῖσθαι τὸ τὰ δέοντα πρᾶξαι Th.1.70.    3 prov., κατόπιν ἑορτῆς ἥκειν to have come the day after the fair, Pl.Grg.447a; ἀεργοῖς αἰὲν ἑορτά every day's a holiday to those who don't work, Theoc. 15.26, cf. Herod.6.17; ἄγουσιν ἑ. οἱ κλέπται Suid.    4 assembled multitude at a festival, ὄχλος καὶ ἑ. καὶ στρατὸς καὶ πλῆθος Plot.6.6.12.

German (Pape)

[Seite 892] ἡ, ion. ὁρτή, das Fest, der Festtag; Od. 20, 156; θεοῖο 21, 258; Folgde; nach Plat. defin. 415 a χρόνος ἱερὸς κατὰ νόμους; der plur. ist häufiger als der sing.; ἑορτὴν u. ἑορτὰς ἄγειν u. ἑορτάζειν, ein Fest feiern; πορσύνειν Eur. El. 625; ποιεῖν τινί Thuc. 2, 15 u. A. Uebh. Vergnügung, Ergötzlichkeit, Aesch. Eum. 182; καὶ ἡδοναί Plat. Rep. II, 364 c; καὶ παιδιά Phaedr. 236 b; ὄψεως Ael. V. H. 13, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑορτή: ἐν δὲ τῇ Ἰων. πεζογραφίᾳ ὁρτὴ (οὕτω καὶ ἐν Τραγ. στίχῳ Ἴωνος τοῦ τραγῳδιοποιοῦ παρ’ Ἀθήν. 258F), ἡ: - ἑορτή, πανήγυρις, ἐπεὶ καὶ πᾶσιν ἑορτὴ Ὀδ. Υ. 156· νῦν μὲν γὰρ κατὰ δῆμον ἑορτὴ τοῖο θεοῖο Φ. 258· ἑορτῆς στέργηθρ’ ἔχειν Αἰσχύλ. Εὐρ. 191· ἐούσης ὁρτῆς τῇ Ἥρῃ τοῖσι Ἀργείοισι Ἡρόδ. 1. 31· ὁρτὴν ἄγειν, ἑορτάζειν, ὁ αὐτ. 147, 150, Θουκ. 4. 5, κλ.· ὁρτὴν ἀνάγειν Ἡρόδ. 2. 40, 48, κ. ἀλλ. ἑορτὴν ἑορτάζειν Ξεν. Ἀθην. Πολ. 3. 2· ἑορτὴν τῷ θεῷ ποιεῖ, Θουκ. 2. 15. 2) καθόλου, τέρψις, «διασκέδασις», παιδιᾶς καὶ ἑορτῆς χάριν Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β, κλπ., οὕτω καὶ ἑορτὴν ἡγεῖσθαί τι Θουκ. 1. 70. 3) παροιμ., κατόπιν ἑορτῆς ἥκομεν, «ἐπὶ τῶν ἀπὸ καλοῦ πράγματος ἀπολειμένων» (Διογενιαν. 5. 73), Πλάτ. Γοργ. 447Α· ἀέργοις αἰὲν ἑορτά, ἑκάστη ἡμέρα εἶνε ἑορτὴ εἰς τοὺς ἀέργους, Θεόκρ. 15. 26, πρβλ. ἐροτή. ΙΙ. ἐν τῇ Παλ. καὶ τῇ Καινῇ Διαθ. ἡ μεγάλη τῶν Ἑβραίων ἑορτή, ὁτὲ μὲν τῆς λέξεως πάσχα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΛΔ΄, 25), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 41, κατὰ Ἰωάν. ιγ΄, 1, ὁτὲ δὲ ἄνευ αὐτῆς, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΒ΄, 14), Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κϛʹ, 5, κ. ἀλλ. - ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων = ἡ ἑορτὴ τοῦ πάσχα Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 15, ΛΑ΄, 17, Δευτερ. ιϛʹ, 16)· ἥγγιζε δὲ ἡ ἑορτὴ τῶν ἀζύμων, ἡ λεγομένη πάσχα Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. κβ΄, 1· ἡ ἑορτὴ τῆς σκηνοπηγίας Ἑβδ. (Δευτ. ιϛʹ, 16, κτλ.)· 2) ἐκκλησιαστικὴ ἑορτή, μάλιστα τὸ χριστιανικὸν πάσχα, ἡ μεγίστη πασῶν τῶν ἑορτῶν, Διον. Ἀλεξ. 1336Α (Εἰρην. 1228C), Εὐσέβ. ΙΙ. 181Β, Ἀθαν. 232C, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 624Β, κλ. - δεσποτικὴ ἑορτή, πρὸς ἀνάμνησιν σπουδαίου τινὸς συμβεβηκότος τοῦ βίου τοῦ Χριστοῦ· δεσποτικὴ λοιπὸν ἑορτὴ εἶναι τὸ Πάσχα, τὰ Χριστούγεννα, τὰ Φῶτα, ἡ Πεντηκοστή, ἡ Ἀνάληψις, ἡ Περιτομὴ καὶ ἡ Μεταμόρφωσις, Κύριλλ. Ἀλ. Χ. 1041Α, Γρηγέντ. 597Α, κ. ἄλλοι. - θεομητορικαὶ ἑορταί, αἱ τῆς μητρὸς τοῦ Σωτήρος, τοιαῦται δὲ εἶναι ἡ Γέννησις τῆς Θεοτόκου, τὰ Εἰσόδια, ὁ Εὐαγγελισμὸς καὶ ἡ Κοίμησις. Ἴδε Ὡρολόγ. τὸ Μέγα, κλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 fête : ἑορτὴν ἄγειν ou ἑορτάζειν, célébrer une fête ; ἑορτὴν θεῷ ποιεῖν THC célébrer une fête en l’honneur d’un dieu;
2 p. ext. réjouissance, amusement en gén. : ἑορτὴ ὄψεως ÉL charme pour la vue.
Étymologie: DELG le mot fait penser à ἔρανος.

English (Autenrieth)

festival, Od. 20.156 and Od. 21.258.