κατακαίριος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A = καίριος, Il.11.439, AP9.227 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1351] = simplex; Il. 11, 439, bei Wolf κατὰ καίριον ἔλθῃ; δισκηθεὶς κατακαίριος ἔμπεσε δειλῷ πτωκί, tödtlich, Bian. 2 (IX, 227).
Greek (Liddell-Scott)
κατακαίριος: -ον, = καίριος, διάφ. γραφ. ἐν Ἰλ. Λ. 439, Ἀνθ. Π. 9. 227.
English (Autenrieth)
(καιρός): mortal, with τέλος (like τέλος θανάτοιο), Il. 11.439†.