νάσσω

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νάσσω Medium diacritics: νάσσω Low diacritics: νάσσω Capitals: ΝΑΣΣΩ
Transliteration A: nássō Transliteration B: nassō Transliteration C: nasso Beta Code: na/ssw

English (LSJ)

Att. νάττω, fut.

   A νάξω Hsch.: aor. ἔναξα (v. infr.): pf. Pass. νένασμαι and νέναγμαι (v. infr.):—press, squeeze close, stamp down, γαῖαν ἔναξε Od.21.122; οἱ παῖδες ἔναττον εἰς τὰς σπυρίδας Hippoloch. ap.Ath.4.130b:—Pass., to be piled up, ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Hp.Nat. Puer.24; ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται . . δέρματα Theoc.9.9: c. gen., κλῖναι σισυρῶν νεναγμέναι (νενασμ- codd.) piled up with... Ar.Ec. 840.    II stuff quite full, νάττω τὸν θύλακον Epict.Fr.23:— Pass., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο was crammed with... J.BJ1.17.6.

German (Pape)

[Seite 230] att. νάττω, fut. νάξω, perf. pass. νένασμαι, feststampfen, festdrücken; ἀμφὶ δὲ γαῖαν ἔναξε, Od. 21, 122; VLL. erkl. θλίβειν, ὁμαλίζειν; übh. volldrücken, hineinstopfen, dicht anfüllen, ἔναττον οἱ παῖδες εἰς τὰς σπυρίδας, Ath. IV, 130 b; τινός, womit, κλῖναί τε σισυρῶν καὶ δαπίδων νενασμέναι, Ar. Lys. 840; einzeln auch bei Sp., νάξαι, Nic. Ther. 952; νένασμαι κέρμασιν, Alciphr. 3, 47. – Adj. verb. ναστός s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

νάσσω: Ἀττ. νάττω: ἀόρ. ἔναξα: παθ. πρκμ. νένασμαι καὶ νέναγμαι· πρβλ. κατα-, συν-νάσσω, Πιέζω, θλίβω ἰσχυρῶς, καταπατῶ, γαῖαν ἔναξε Ὀδ. Φ. 122· ἐν σαργανίσι νάξω (ἐν σαργανίσιν ἄξω Πόρσ.) ταρίχους, θὰ στοιβάσω ταρίχους ἐν..., Κρατῖν. ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 7 (ἴδε Meineke 5, σ. 16). - Παθ., συσσωρεύομαι μέ τι, εἶμαι πλήρης τινός, κλῖναι σισυρῶν νενασμέναι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 840· ἡ κόπρος ἡ νεναγμένη Ἱππ. 243. 31 (5. 520 Littré)· ἐν δὲ [τῇ στιβάδι] νένασται... δέρματα Θεόκρ. 9. 6. ΙΙ. γεμίζω ἐντελῶς, νάττω τὸν θύλακον Ἐπίκτ. παρὰ Στοβ. 610. 6· - Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β, ἔναττον οἱ παῖδες [ἐς] τὰς σπυρίδας, τὸ ἐς φαίνεται ἐπανελήφθη ἐκ τοῦ παῖδες. - Παθ., πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο, ἦτο πλήρης, γεμάτη..., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 17, 6. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὴν √ΝΑΣ, ναίω).

French (Bailly abrégé)

f. inus., ao. ἔναξα, pf. inus. ; pf. Pass. νένασμαι, postér. νέναγμαι;
1 presser, fouler, acc.;
2 bourrer, emplir, encombrer.
Étymologie: DELG étym. obscure.

English (Autenrieth)

only aor. ἔναξε, stamped down; γαῖαν, Od. 21.122†.