κάπη
ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (κάπτω)
A crib, manger, [ἵππους] κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as Adv., Suid.
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.
Greek (Liddell-Scott)
κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
d’ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.