ἡμιπέλεκκον
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
English (LSJ)
τό,
A half-axe, i.e. one-edged axe (the πέλεκυς being double-edged), Il.23.851,858,883.
German (Pape)
[Seite 1169] τό (πέλεκυς), Halbaxt, die nur auf einer Seite eine Schneide hat, Il. 23, 851. 858. 883.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιπέλεκκον: (κ διπλοῦν χάριν τοῦ μέτρου), τό, ἥμισυς πέλεκυς, μονόστομος, ἐπειδή ο κυρίως πέλεκυς ἦτο δίστομος, Ἰλ. Ψ. 851, 858, 883.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hache à un seul tranchant.
Étymologie: ἡμι-, πέλεκυς.