Κυθέρεια
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ἡ, Cythereia, surname of Aphrodite, Od.8.288, 18.193, from the city Κύθηρα in Crete, or from the island Κύθηρα; Κυπρογενὴς K.h.Hom.10.1; K.
A Ἀφροδίτη Musae.38 (s.v.l.):—also Κῠθήρη, Anacreont. 14.11; Κῠθείρη v.l. in Opp.C.1.39; Κῠθέρη, AP6.209 (Antip. Thess.), Epigr. ap. Luc.Symp.41; Κῠθηριάς, άδος, AP6.190 (Gaet.), 206 (Antip. Sid.); Κῠθερηϊάς, Man.4.359.
Greek (Liddell-Scott)
Κῠθέρεια: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Ὀδ. Θ. 288, Σ. 193, ἐκ τῆς ἐν Κρήτῃ πόλεως Κύθηρα, ἢ ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς νήσου Κύθηρα· προσέτι Κυπρογενὴς Κυθέρεια, Ὁμ. Ὕμν. 9. 1· Κυθέρεια Ἀφροδίτη Μουσαῖ. 37· ― ὡσαύτως Κυθήρη, Ἀνακρεόντ.· Κυθείρη, Ὀππ., κλ.· Κυθέρη, Ἀνθ. Π. 6. 209, Ἐπιγρ. ἐν Λουκ. Συμπ. 41· Κυθηριάς, -άδος, Ἀνθ. Π. 6. 190, 206· Κυθερηιάς, Μανέθων 4. 359. Πρβλ. Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 606.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
la déesse de Cythère (Aphrodite).
Étymologie: Κύθηρα.