ἱμάσθλη
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
[ῐ], ἡ, (ἱμάς)
A thong of a whip, whip, Il.23.582, Od.13.82, Eranos 13.88(pl.): metaph., νηὸς ἱ., i.e. ship's rudder, AP6.28 (Jul.); later, any thong, Opp.C.4.217.
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, der Peitschenriemen, die Peitsche, Il. 23, 582, ἵπποι ὁρμηθέντες ὑπὸ πληγῇσιν ἱμάσθλης, Od. 13, 81; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 871; übh. Riemen, wie Opp. Cyn. 4, 217.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάσθλη: ῐ, ἡ, (ἱμὰς) τὸ λωρίον μάστιγος, μάστιξ, Ἰλ. Ψ. 582, Ὀδ. Ν. 82· μεταφ., νηὸς ἱμ., δηλ. τὸ πηδάλιον πλοίου, Ἀνθ. Π. 6. 28· παρὰ μεταγεν., πᾶν λωρίον, Ὀππ. Κυν. 4. 217.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lanière servant de fouet, fouet.
Étymologie: ἱμάσσω.