κολεόν
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
Ep. and Lyr. usu. κουλεόν, τό,
A sheath, scabbard, ἕλκετο δ' ἐκ κολεοῖο μέγα ξίφος Il.1.194; κολεῷ μὲν ἄορ θέο Od.10.333; ἂψ δ' ἐς κουλεὸν ὦσε μέγα ξίφος Il.1.220; ξίφεος μέγα κουλεόν 3.272; ἀτὰρ περὶ κουλεὸν ἦεν ἀργύρεον 11.30, cf. Od.11.98, Pi.N.10.6; κολεῶν ἐρυστὰ . . ξίφη S.Aj.730; φάσγανον κώπης λαβὼν ἐξεῖλκε κολεοῦ E. Hec.544; ἐν κολεῷ X.Cyr.1.2.9; μάχαιρα ἐλεφάντινον τὸ κολειὸν (sic) ἔχουσα IG22.1382.16 (κολεόν ib.1388.47); κολεὰ δύο ib.11(2).203B 39 (Delos, iii B.C.); κ., μέγα λώτινον ἔργον Theoc.24.45. 2 in insects, sheath, wing-case, Arist.HA531b24.
German (Pape)
[Seite 1472] τό, = κολεός; ion. κουλεόν, Il. 11, 30.
Greek (Liddell-Scott)
κολεόν: Ἰων. κουλεόν, ἴδε ἐν λ. κολεός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
fourreau d’une épée.
Étymologie: DELG pê apparenté à καλύπτω.
English (Autenrieth)
sheath or scabbard of a sword, made of metal, and decorated with ivory, Il. 11.30 ff., Il. 3.272.