λήιον

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek (Liddell-Scott)

λήιον: Δωρ. λαῖονλᾷον, τό, χωράφιον πρὸ τοῦ θερισμοῦ, σπαρτὰ ἐν ἀκμῇ θερισμοῦ, ὡς δ’ ὅτε κινήσῃ Ζέφυρος βαθὺ λήιον Ἰλ. Β. 147, κάλλ.· οὕτω, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 288, Ἡρόδ. 1. 19, Φερεκρ. ἐν «Αὐτομόλοις» 8· τοῦ σίτου τὸ λ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· λ. σίτου βαθὺ Ἀρρ. Ἀν. 1. 4, 1· λήιά τε σταχύων Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1046. 69. 2) παρὰ μεταγενεστ. ποιηταῖς ὡσαύτως ἐπὶ ἀγροῦ ἐσπαρμένου μὲ σῖτον, Θεόκρ. 10. 42 (ἐν τῷ Δωρ. τύπ. λαῖον)· ληίου κόμη Βαβρ. 83. 3.

English (Autenrieth)

crop, grain still standing in the field, field of grain.