μητιόεις

From LSJ
Revision as of 15:32, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → Being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it.

Menander, Fragmenta, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητῐόεις Medium diacritics: μητιόεις Low diacritics: μητιόεις Capitals: ΜΗΤΙΟΕΙΣ
Transliteration A: mētióeis Transliteration B: mētioeis Transliteration C: mitioeis Beta Code: mhtio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (μῆτις)

   A wise in counsel, epith. of Zeus, = μητίετα, h.Ap.344, Hes.Op.51,769, etc.; φάρμακα μητιόεντα wise, i.e. wellchosen, helpful remedies, Od.4.227; μ. δόλος Alex.Aet.3.18.

German (Pape)

[Seite 179] εσσα, εν, reich an klugem Rath, wie μητίετα; Ζεύς, H. h. Ap. 344; Hes. O. 51. 771 Th. 286. 457; φάρμακα μητιόεντα, Od. 4, 227, sind künstlich ersonnene Mittel; δόλος μητιόεις, Alex. Aet. 5, 18.

Greek (Liddell-Scott)

μητιόεις: εσσα, εν, (μῆτις) πλήρης συνέσεως, περίνους, ἐπίθ. τοῦ Διὸς = μητίετα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 344, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 51. 767, κτλ.· φάρμακα μητιόεντα, δηλ. εὑρεθέντα ἢ σκευασθέντα μετὰ συνέσεως, ἐκλεκτά, ὠφέλιμα, «τὰ κατὰ σύνεσιν εὑρημένα ἢ δραστικὰ» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 227.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
prudemment ou habilement imaginé (remède).
Étymologie: μῆτις.

English (Autenrieth)

pl. -εντα (μῆτις): full of device, helpful, φάρμακα, Od. 4.227†.