μητιόεις
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
μητιόεσσα, μητιόεν, (μῆτις) wise in counsel, epithet of Zeus, = μητίετα, h.Ap.344, Hes.Op.51,769, etc.; φάρμακα μητιόεντα wise, i.e. well-chosen, helpful remedies, Od.4.227; μητιόεις δόλος Alex.Aet.3.18.
German (Pape)
[Seite 179] εσσα, εν, reich an klugem Rat, wie μητίετα; Ζεύς, H. h. Ap. 344; Hes. O. 51. 771 Th. 286. 457; φάρμακα μητιόεντα, Od. 4, 227, sind künstlich ersonnene Mittel; δόλος μητιόεις, Alex. Aet. 5, 18.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
prudemment ou habilement imaginé (remède).
Étymologie: μῆτις.
Russian (Dvoretsky)
μητιόεις: όεσσα, όεν
1 мудрый (Ζεύς HH, Hes.);
2 искусно приготовленный (φάρμακα Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
μητιόεις: εσσα, εν, (μῆτις) πλήρης συνέσεως, περίνους, ἐπίθ. τοῦ Διὸς = μητίετα, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 344, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 51. 767, κτλ.· φάρμακα μητιόεντα, δηλ. εὑρεθέντα ἢ σκευασθέντα μετὰ συνέσεως, ἐκλεκτά, ὠφέλιμα, «τὰ κατὰ σύνεσιν εὑρημένα ἢ δραστικὰ» (Σχόλ.), Ὀδ. Δ. 227.
English (Autenrieth)
pl. -εντα (μῆτις): full of device, helpful, φάρμακα, Od. 4.227†.
Greek Monolingual
μητιόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) αυτός που έχει σύνεση ή αυτός που παρέχει καλές συμβουλές
2. (για πράγματα) αυτός που έχει παρασκευαστεί με σύνεση, ο ωφέλιμος («φάρμακα μητιόεντα», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆτις (Ι) + επίθημα -όεις (πρβλ. αστερόεις, δακρυόεις)].
Greek Monotonic
μητιόεις: -εσσα, -εν (μῆτις),
1. σοφός στο να συμβουλεύει, πάνσοφος, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.
2. φάρμακα μητιόεντα, σοφά, δηλ. καλοδιαλεγμένα, βοηθητικά, θεραπευτικά, σε Ομήρ. Οδ.