περικάδομαι

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάδομαι Medium diacritics: περικάδομαι Low diacritics: περικάδομαι Capitals: ΠΕΡΙΚΑΔΟΜΑΙ
Transliteration A: perikádomai Transliteration B: perikadomai Transliteration C: perikadomai Beta Code: perika/domai

English (LSJ)

Dor. for -κήδομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περικάδομαι: Δωρ. ἀντὶ -κήδομαι, μάλα ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. Ν. 10, 100.

English (Slater)

περικᾱδομαι
   1care for c. gen. (Διόσκουροι) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (N. 10.54)