πομφολύζω
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
English (LSJ)
or πομφολῠγ-ύσσω,
A bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.
German (Pape)
[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.
Greek (Liddell-Scott)
πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.
French (Bailly abrégé)
s’échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.
English (Slater)
πομφολύζω
1well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)