σειρήν
From LSJ
English (Slater)
σειρήν (cf. Κηληδών.) subs., adj.,
1siren fig. of eloquence. σειρῆνα δὲ κόμπον αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων μιμήσομ' ἀοιδαῖς κεῖνον, ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 13. οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ σειρήν (cf. Σ, ταῦτα πρὸς τὸν Σιμωνίδην ἐπεὶ ἐκεῖνος ἐν ἑνὶ ᾄσματι ἐπόησεν Σειρῆνα τὸν Πεισίστρατον: “illum neque secures Pisistrati tyranni neque eloquentia movit,” interpr. Turyn) ?fr. 339.