σάν
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
Greek (Liddell-Scott)
σάν: ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ Β. [ᾰ, ἴδε παρ’ Ἀθην. 454F].
French (Bailly abrégé)
(τό) :
nom dorien du sigma.
Étymologie: cf. hébr. shin ; sa forme M dérive du șade.
English (Slater)
σάν Doric name for the letter sigma. πρὶν μὲν ἕρπε σχοινοτένειά τ' ἀοιδὰ διθυράμβων καὶ τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων (a ref. either to ἄσιγμοι ᾠδαί, Athen. 455c, or to mispronounciation of sigma, Wil.) Δ. 2. 3.