συνοικιστήρ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A one who joins in peopling, fellow-colonist, Pi.O.6.6, Fr.186.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικιστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ συνοικίζων πόλιν, θεμελιωτὴς πόλεως, Πινδ. Ο. 6. 8, Ἀποσπ. 185· ― συνοικιστής, οῦ, ὁ Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Αἱμονία.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
cofondateur d’une colonie.
Étymologie: συνοικίζω.
English (Slater)
συνοικιστήρ
1 co-founder εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, βωμῷ τε μαντείῳ ταμίας Διὸς ἐν Πίσᾳ, συνοικιστήρ τε τᾶν κλεινᾶν Συρακοσσᾶν (sc. Ἁγησίας: ὅτι οἱ πρόγονοι αὐτοῦ σὺν Ἀρχίᾳ παρεγένοντο ἐν Συρακούσαις οἱ Ἰαμίδαι. Σ: contra Wil., 307) (O. 6.6)