λίβανος

From LSJ
Revision as of 12:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίβᾰνος Medium diacritics: λίβανος Low diacritics: λίβανος Capitals: ΛΙΒΑΝΟΣ
Transliteration A: líbanos Transliteration B: libanos Transliteration C: livanos Beta Code: li/banos

English (LSJ)

[ῐ], ὁ,

   A frankincense-tree, Boswellia Carterii, Hdt.4.75, Thphr.HP9.4.2, Dsc.1.68, etc.; ἱερόδακρυς λ. Melanipp.1.5.    II = λιβανωτός, frankincense, in which sense it is fem. in Pi.Fr.122.3, E.Ba.144 (lyr.); but masc. in PCair.Zen.69.13 (iii B.C.), AP6.231 (Phil.), 9.93 (Antip. Thess.), Edict.Diocl. (Ἀθηνᾶ 18.6, Tegea); indeterminate in Sapph.Supp.20c.2, S.Fr.1064, Anaxandr.41.37, SIG 247ii 19 (Delph., iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 42] ὁ, der Weihrauchbaum, Her. 4, 75; Theophr.; Diosc.; u. der Weihrauch selbst, = λιβανωτός, Συρίας δ' ὡς λιβάνου καπνός, Eur. Bacch. 144; Anaxandr. bei Ath. IV, 131 d; χὠ μελίπνους λίβανος Philp. 10 (VI, 231) u. öfter; D. Per. 938; von Phryn. 187 in dieser Bdtg für dichterisch erkl.; doch brauchen es auch spätere Prosaiker, wie D. Sic. 3, 42. – Zuweilen auch fem., wie in der angeführten Stelle des Eur.; Nic. Ther. 107; vgl. Lob. zu Phryn. a. a. O. u. Ath. XIII, 574 a.

Greek (Liddell-Scott)

λίβᾰνος: [ῐ], ὁ, (ἴδε κατωτ.), τὸ δένδρον τοῦ θυμιάματος, τὸ παράγον δηλ. τὸν λιβανωτόν, Ἡρόδ. 4. 75, Σοφ. Ἀποσπ. 906, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 3, κτλ.· ἱερόδακρυς λ. Μελανιππίδ. Ἀποσπ. 1 (ἴδε ἐν λ. κασία). ΙΙ. = λιβανωτός, καθ’ ἣν ἔννοιαν εἶναι θηλ., Πινδ. Ἀποσπ. 87. 2, Εὐρ. Βάκχ. 144, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 37, Ἀνθ. Π. 9. 231, κτλ.· πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 187. (Ἴδε ἐν λέξ. κιννάμωμον).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 arbre à encens;
2 encens, résine odorante.
Étymologie: DELG emprunt sémit. certain.
Par. στύραξ².

English (Slater)

λῐβᾰνος (ἡ)
   1 frankincense-tree. νεάνιδες αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. φοινικορόδοις δ' ἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν καὶ λιβάνῳ σκιαρὰν καὶ (λιβάνων σκιαρᾶν <?> coni. Snell: λιβάνῳ σκιαρᾷ Boeckh: λιβάνῳ σκιαρὸν unus cod. Plutarchi, Bergk) Θρ. 7. 4.