χατίζω

From LSJ
Revision as of 12:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1_repeat)

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰτίζω Medium diacritics: χατίζω Low diacritics: χατίζω Capitals: ΧΑΤΙΖΩ
Transliteration A: chatízō Transliteration B: chatizō Transliteration C: chatizo Beta Code: xati/zw

English (LSJ)

= foreg., only in pres.,

   A have need of, crave: c. gen. rei, νόστοιο χατίζων Od.8.156, 11.350, cf. Il.2 225: c. gen. pers., Θέτις νύ τι σεῖο χ. 18.392; ἑρμηνέων χ. Pi.O.2.86; οὐ σοῦ χατίζων E. Heracl.465: abs., οὐδὲ χατίζων nor in want [of anything], Od.22.351, Il.17.221; χατίζων in want, needy, Hes.Op.394.    2 lack, be without, ἔργοιο χ. i. e. to be idle, ib.21; ἅσσα χατίζει μάλιστα κατὰ ταῦτα a diet most defective in these elements, Hp.Morb.4.39.

German (Pape)

[Seite 1340] wie χατέω, verlangen, begehren, sich wonach sehnen, τινός, νόστοιο χατίζων Od. 8, 156. 11, 350; sp. D., wie Lycophr. 837; – bedürfen, nöthig haben, Il. 17, 221 Od. 22, 351; c. gen., Il. 2, 225. 18, 329; ἑρμηνέων Pind. Ol. 2, 99; Eur. Heracl. 466; – entbehren, ermangeln, ἔργοιο, ohne Arbeit oder unthätig sein, Hes. O. 21; χατίζων, der Dürftige, Arme, 392.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, ὡς τὸ χατέω, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., ἔχω χρείαν τινός, χρειάζομαι, θέλω τι, ζητῶ θερμῶς, μετὰ γεν. πράγμ., νόστοιο χατίζων, «χρῄζων, δεόμενος» (Σχόλ.), Ὀδ. Θ. 156· μᾶλα περ νόστοιο χατίζων Λ. 350, πρβλ. Ἰλ. Β. 225· μετὰ γεν. προσ., Θέτις νύ τι σεῖο χ. Σ. 392· ἑρμηνέων χ. Πινδ. Ο. 2. 154· οὐ σοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 465· - καὶ ἀπολ., οὐδὲ χατίζων, οὐδ’ ἔχων ἀνάγκην [τινὸς πράγματος], Ὀδ. Χ. 351, Ἰλ. Ρ. 221· χατίζων, ὁ ἐν ἀνάγκῃ εὑρισκόμενος, στερούμενος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392. 2) ἔργοιο χατίζων, «ἤγουν ἐνδεὴς ὢν ἔργου» (Μοσχόπουλ.) αὐτόθι 21. - Τὸ μέσ. ἢ παθ. ἐγένετο κοινῶς δεκτὸν εἰς τὸ κείμενον τοῦ Αἰσχύλ. ἐν Ἀγ. 304 κατὰ τὸν Heath καὶ Πόρσ., μὴ χατίζεσθαι ἀντὶ μὴ χαρίζεσθαι· ὁ Franz μὴ χρονίζεσθαι· ὁ Wellauer μη χαρίζεσθαι· ὁ Margoliouth μηχανήσασθαι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
1 désirer vivement, gén.;
2 avoir besoin de, gén. ; abs. être dans le besoin.
Étymologie: χατέω.

English (Autenrieth)

χατέω.

English (Slater)

χᾰτίζω
   1 lack, need ἐς δὲ τὸ πὰν ἑρμανέων χατίζει (sc. τὰ ἐμὰ βέλη) (O. 2.86)