πόμα
ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same
English (LSJ)
τό,
A v. πῶμα. II = φοῖνιξ, cj. in Dsc.1.109.
German (Pape)
[Seite 678] τό, der Trank oder Trunk; Pind. N. 3, 79, vom Gesange; αἵματος, Eur. Hec. 392; βότρυος ὑγρὸν π., Bacch. 279; Her. 3, 23; Xen. An. 4, 5, 27; u. in späterer Prosa, wie Luc. Lexiph. 20, Plut. – Vgl. πῶμα, welches die eigtl. attische Form dafür war; Porson Eur. Hec. 396 Monk Hipp. Lob. Phryn. 456 u. Paralipp. 425.
Greek (Liddell-Scott)
πόμα: τό, ἴδε πῶμα.
French (Bailly abrégé)
v. πῶμα².
English (Slater)
πόμα
1 draught met., of poetry ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον, Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79)
English (Slater)
πόμα
1 draught met., of poetry ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον, Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79)