παράμερος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.
Greek (Liddell-Scott)
παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήμερος.
English (Slater)
παρᾱμερος
1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
English (Slater)
παρᾱμερος
1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)