μάρναμαι

Revision as of 13:05, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

English (LSJ)

   A μάρνασαι Pi.N.10.86, μάρναται Il.4.513, μάρνανται E. Med.249; imper. μάρναο Il.15.475; subj. μαρνώμεσθα Hes.Sc.110; opt. μαρναίμεθα Od.11.513; inf. μάρνασθαι Il.5.33, E.Tr.731; part. μαρνάμενος Il.3.307, Tyrt.12.33, E.Ph.1574 (lyr.): impf. ἐμαρνάμην Anacreont.12.11; -αο, -ατο, Od.22.228, Il.12.40 (Ep.μάρνατο 11.498); 3dual ἐμαρνάσθην 7.301; pl. ἐμαρνάμεσθα E.Ph.1142, IT1376; poet. μαρνάμεθα Od.3.108, B.5.125, μάρναντο Il.13.169: only pres. and impf.:—fight, do battle, τινι with, against another, Il.15.475, etc.; ἐπί τινι 9.317; πρός τινα E.Tr.731; σύν τινι together with another, on his side, Od.3.85; ἀμφί τινα about a fallen hero, Il.16.775; περί τινος for or about a person, ib.497; ἐναντίοι ἀλλήλοισι νίκης καὶ κράτεος πέρι μ. Hes.Th.647; γῆς πέρι καὶ παίδων Tyrt.l.c.; περὶ δορᾶς Κουρῆσι B.l.c.; μήλων ἕνεκ' Hes.Op.163: c. dat. instrum., ἔγχεϊ, χαλκῷ μ., Il.16.195,497; φασγάνῳ, δορί, Pi.P.9.21, E.Med.l.c.    2 of boxers, Od.18.31.    3 quarrel, wrangle, Il.1.257.    4 contend, strive, Pi.P.2.65; ἀμφ' ἀρεταῖσι, ἐσλοῖσι πέρι, Id.O.5.15, N.5.47; κασιγνήτου πέρι ib.10.86; μ. φυᾷ strive with all one's natural powers, ib.1.25.—Ep. and Lyr. Verb, used also by E.; cf. βάρναμαι. (Cf. Skt. mṛṇā´ti 'crush'.)

German (Pape)

[Seite 96] nur praes. u. impf. (vgl. μάρη), opt. μαρνοίμην, Od. 11, 513, inf. μάρνασθαι, impf. ἐμαρνάμην, davon 3. dual. ἐμαρνάσθην, Il. 7, 301 inicht aor.), – kämpfen, streiten, in der Schlacht, Hom. oft τινί, gegen Einen, Τρώεσσι, mit den Troern, Il. 15, 475 u. öfter, auch δηΐοισιν ἐπ' ἀνδράσι, 9, 317. 17, 148; ἐναντίοι ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 646; aber σύν τινι = mit Einem verbündet, Od. 3, 85; auch ἔγχεϊ μάρνασθαι, mit der Lanze kämpfen, Il. 16, 195, wie φασγάνῳ, δουρί, Pind. P. 9, 21 Ol. 6, 17; περί τινος, um Etwas, Il. 16, 497; Hes. Th. 647; Pind. N. 10, 86; ἕνεκά τινος, Hes. O. 165; – mit Worten streiten, zanken, Il. 1, 257. – Uebh. kämpfen, ringen, ἐν ἱπποσόαισιν ἄνδρεσσι μαρνάμενον Pind. P. 2, 65, μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισι, sich anstrengen, I. 4, 61, ἀμφ' ἀρεταῖσι, Ol. 5, 15, vgl. N. 5, 47; von den Tragg. nur Eur., μάρνανται δορί, Med. 249, vgl. Phoen. 1149; πρός τινα, Troad. 726; sp. D., wie Anacr. 12, 11 Maced. 21 (XI, 63). In Prosa kommt es nicht vor. – Das act. μάρνημι erwähnt Schol. Opp. Hal. 1, 16.

Greek (Liddell-Scott)

μάρνᾰμαι: μάρνασαι Πινδ. Ν. 10. 161, μάρναται Ἰλ., μάρνανται Εὐρ. Μήδ. 249· προστακ. μάρναο Ἰλ. Ο. 475· ὑποτακτ. μαρνώμεσθα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 110· εὐκτ. μαρνοίμεθα (-αίμεθα Bekk.) Ὀδ. Λ. 512· ἀπαρ. μάρνασθαι Ἰλ., Εὐρ.· μετοχ. μαρνάμενος Ἰλ., Εὐρ.· παρατ. ἐμαρνάμην Ἀνακρεόντ. 12. 11, -αο, -ατο Ὀδ. Χ. 228, Ἰλ. Μ. 40 (Ἐπικ. μάρνατο Λ. 498)· γ΄ δυϊκ. ἐμαρνάσθην Η. 301· πληθ. ἐμαρνάμεσθα Εὐρ. Φοίν. 1142, Ι. Τ. 1376, Ἐπικ. μαρνάμεθα Ὀδ. Γ. 108, μάρναντο Ἰλ.· ― ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατατικ. καὶ κλινόμενον κατὰ τὸ ἵσταμαι. (Πρβλ. Σανσκρ. mar, m.ri-.nami, (contero)· ἴσως συγγενὲς τῇ √ΜΕΡ, ἴδε ἐν λέξ. μορτός). Μάχομαι, πολεμῶ, τινί, πρός τινα ἢ κατά τινος, Ἰλ. Ο. 475, κτλ.· ἐπί τινι Ι. 317· πρός τινα Εὐρ. Τρῳ 726· ἐναντίοι ἀλλήλοισιν Ἡσ. Θ. 646· ἀλλά, σύν τινι, ὁμοῦ μετά τινος, ὡς ἐπίκουρος αὐτοῦ καὶ σύμμαχος, Ὀδ. Γ. 85· ἀμφί τινα, περί τινα (ἥρωα) πεσόντα, Ἰλ. Π. 775· περί τινος, ἐπί τινι, Π. 497, Ἡσ. Θ. 647· ἕνεκά τινος ὁ αὐτ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 162· μετὰ δοτ. τοῦ ὀργάνου, ἔγχεϊ, χαλκῷ μ. Ἰλ. Π. 195, κτλ.· φασγάνῳ, δορί, κτλ., Πίνδ., Εὐρ. Μήδ. 249. 2) ἐπὶ πυγμάχων, Ὀδ. Σ. 31. 3) ἐρίζω, φιλονικῶ διὰ λόγων, Ἰλ. Α. 257. 4) παρὰ Πινδ. ἀγωνίζομαι, μάχομαι πάσῃ δυνάμει, Π. 2. 120· ἀμφί τινι, περί τινι Ο. 5. 35, Ν. 5. 86· μ. φυᾷ, ἀγωνίζομαι πάσῃ δυνάμει, Ν. 1. 37. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. ῥῆμα ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. ἐμαρνάμην et ao. ἐμαρνάσθην;
combattre, lutter : τινι, ἐπί τινι, πρός τινα, contre qqn ; σύν τινι OD comme allié de qqn ; περί τινος, pour qqn ou pour qch ; particul. combattre en paroles, se disputer.
Étymologie: R. Μαρ, briser ; cf. skr. mrinâmi « je broie ».

English (Autenrieth)

opt. μαρνοίμεθα, inf. μάρνασθαι, ipf. ἐμαρνάσθην: fight; also contend, wrangle, Il. 1.257.