ἀτάρβακτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A unaffrighted, γνώμα Pi.P.4.84; γυνά B.5.139; cf. ἀτάρμυκτος.
German (Pape)
[Seite 383] γνώμη Pind. P. 4, 84, furchtlos, seit Böckh im Text. Vgl. ἀτάρμυκτος.
English (Slater)
ᾰτάρβακτος, -ον
1 intrepid, dauntless γνώμας ἀταρβάκτοιο (P. 4.84)