Βαβυλών
English (LSJ)
ῶνος, ἡ,
A Babylon, Alc.Supp.16.10, etc.:—Βᾰβῠλώνιοι, οἱ, Babylonians, Hdt.1.77, etc., and Βᾰβῠλωνία, ἡ, Babylonia, Arist. Oec.1352b27:—also Βᾰβῠλωνεύς, έως, ὁ, St.Byz.; fem. Βᾰβῠλωνίς, ίδος, Nonn.D.40.303:—Adj. Βᾰβῠλώνιος, α, ον, Hdt.1.106, etc.; ος, ον, Arr.An.6.29.6; or Βᾰβῠλωνιακός, ή, όν, Alex.308.
Greek (Liddell-Scott)
Βαβυλών: -ῶνος, ἡ, πόλις Ἀσσυρίας, Ἡρόδ., κτλ.: - Βαβυλώνιος, ὁ, ὁ κάτοικος, καὶ Βαβυλωνεύς, έως, ὁ, Στέφ. Β.· θηλ. Βαβυλωνίς, ίδος, Νόνν. Δ. 40. 203· - ἐπίθ. Βαβυλώνιος, α, ον, Ἡρόδ. -ος -ον, Ἀρρ. Ἀν. 6. 29· ἢ Βαβυλωνικός, ή, όν, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 55.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ἡ) :
1 Babylone, capitale de l’Assyrie;
2 Babylonie.
Étymologie: v. Βαβυλωνία.
English (Slater)
Βᾰβῠλών a symbol for wealth. ]νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι[ (οὐ supplendum) (Pae. 4.15) ]ᾳπι. ενβαβυ[ (Βαβυ[λων supp. Lobel) Δ. 4c. 9.