ἕκτος
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
η, ον, (ἕξ)
A sixth, Il.2.407, etc.; ἕκτος (sc. μήν), ὁ, Plu.2.268a; ἕκτη, ἡ, v. sub voc. (Ϝέκτ- Tab.Heracl.2.106.)
German (Pape)
[Seite 782] η, ον, der sechste, von Hom. an überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἕκτος: -η, -ον, (ἓξ) Λατ. sextus, ἴδε Εὐστ. εἰς Ἰλ. σ. 451, 2, Θουκ. 2. 2· τὸ θηλ. ὡς οὐσ., νόμισμα, «ἕκτη, τρίτη, τετάρτη, νομίσματα ἀργυρίου καὶ χρυσίου καὶ χαλκοῦ» Ἡσύχ. - ἕκτος, ὁ, μὴν Φωκέων ἀντιστοιχῶν τῷ Δελφῶν Θεοξενίῳ, Ἐπιγρ. Δελφῶν W. et F. 53.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
sixième ; ὁ ἕκτος (μήν) = lat. sextilis, le 6ᵉ mois, le mois d’août.
Étymologie: ἕξ.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ἕκτος
1 sixth ἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται (O. 8.76) ἀλλ' ἐν ἕκτᾳ (sc. ἁμέρᾳ). (P. 4.132)