καταφθίνω

From LSJ
Revision as of 14:00, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταφθίνω Medium diacritics: καταφθίνω Low diacritics: καταφθίνω Capitals: ΚΑΤΑΦΘΙΝΩ
Transliteration A: kataphthínō Transliteration B: kataphthinō Transliteration C: katafthino Beta Code: katafqi/nw

English (LSJ)

[ῐ, sed v. infr.],

   A waste away, decay, Pi.I.8(7).51, Hdt. 2.123; κ. νόσῳ, γήρᾳ, S.Ph.266, E.Alc.622: in later Att. Prose, Thphr.HP9.16.5: aor. part. καταφθινήσας Plu.2.117c: pf. part. κατεφθινηκώς ib.621f, Arr.Epict.4.11.25: καταφθῑνουσι trans. is f.l. in Theoc.25.122.

Greek (Liddell-Scott)

καταφθίνω: ῐ, φθείρομαι, ἀφανίζομαι, μαραίνομαι, καταπίπτω, καταστρέφομαι, ἐπέων καρπὸς οὐ κατέφθινεν Πινδ. Ι. 8 (7). 102, Ἡρόδ. 2. 123, καὶ Τραγ., κ. νόσῳ, γήρᾳ Σοφ. Φιλ. 266, Εὐρ. Ἄλκ. 622· τὰ πήματα θάλλοντα μᾶλλον ἢ καταφθίνοντα ὁρῶ Σοφ. Ἠλ. 260· κ. γᾶ Εὐρ. Τρ. 1299· ἐξαμβλοῦται καὶ κ. ἱσχὺς τοῦ σώματος Πλουτ. Ἠθ. 2Ε· ὡσαύτως παρὰ μεταγενεστ. πεζογράφοις, ὡς κ. τὸ σῶμα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 5· ὁ Πλούτ. ἔχει μετοχ. ἀορ. καταφθινήσας, 2. 117C, πρκμ. κατεφθινηκὼς αὐτόθι 621Ε, Ἀρρ. Ἐπικτ. 4. 11, 25.- Ἐν Θεοκρ. 25.122 καταφθίνουσι, κεῖται μεταβατ. ἐναντίον τῆς σημασίας καὶ τῆς ποσότητος τῆς λέξεως· ὁ Meineke προτείνει καταφθινύθουσι.

French (Bailly abrégé)

impf. κατέφθινον, f. inus., ao. réc. κατεφθίνησα, pf. réc. κατεφθίνηκα;
1 se gâter, se corrompre, dépérir;
2 laisser se perdre ; négliger.
Étymologie: κατά, φθίνω.

English (Slater)

καταφθίνω
   1 wither away met. ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθᾰνε i. e. her words bore fruit and were not wasted (I. 8.46)