ἐριαύχην
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ,
A with arched neck, opp. βυσαύχην, ἐριαύχενες ἵπποι Il.10.305, al., neverin Od.
German (Pape)
[Seite 1027] ενος, hoch-, starknackig, Il. 10, 305. 11, 509, Beiwort edler Rosse, mit hohem, stolzem Halse.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ἔχων ὑψηλόν, καμπύλον τράχηλον, ἐριαύχενες ἵπποι Ἰλ. Κ. 305, ἀλλ᾿ οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ.· ἀντίθετον τῷ βυσαύχην. ― Καθ᾿ Ἡσύχ. «ἐριαύχενες· γαῦροι. μεγαλαύχενες. μεγάλοι, ἀπὸ μέρους».
French (Bailly abrégé)
ην, εν ; gén. ενος;
qui porte la tête haute, qui relève la tête.
Étymologie: ἐρι-, αὐχήν.
English (Autenrieth)
ενος: with high-arching neck, epith. of steeds, Il. 11.159, Il. 10.305. (Il.)