ἀνακομίζω

From LSJ
Revision as of 14:10, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνακομίζω Medium diacritics: ἀνακομίζω Low diacritics: ανακομίζω Capitals: ΑΝΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: anakomízō Transliteration B: anakomizō Transliteration C: anakomizo Beta Code: a)nakomi/zw

English (LSJ)

poet. ἀγκομ-,

   A carry up, X.HG2.3.20:— Pass., Din.1.68; esp. to be carried up-stream, or up the country, Hdt.2.115.    II bring back, recover, οἰκέτην v.l. in X.Mem. 2.10.1:—Med. (with pf. Pass., Id.An.4.7.1 and 17), bring or take back or away with one, Hdt.5.85, Th.6.7:—Pass., to be brought back, Hdt.3.129, etc.; and of persons, return, come or go back, Id.2.107, Th.2.31; get safe away, escape, Plb.1.38.5: so in Med., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ τῆς Φιλίππου συνηθείας withdraw from... Plu.Arat. 51.    2 τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι bring back safe, i.e. redeem, fulfil, Pi.P.4.9 (prob.):—Med., ἀ. τύχαν δαιμόνων bring it back upon oneself, E.Hipp.831 (lyr.).    III restore to health, strengthen, Hp.Fract.7, cf. Gal.1.405 (Pass.): metaph., πεπονηκυῖαν ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Aristid.Or.26(14).98.

German (Pape)

[Seite 193] hinauf bringen, ἀνακομισθέντων τούτων, nachdem sie den Nil stromaufwärts gefahren, Her. 2, 115; τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 3, 14. – Med., für sich zusammenbringen, χωρία, ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1; ἔπος, einen Ausspruch erfüllen, Pind. P. 4, 9; τύχην Eur. Hipp. 831; Dion. H. 3, 23 u. öfter Plut. – Pass., zurückkehren, Pol. ἀνακομισθῆναι 2, 96, 14; οἱ ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντες, die aus dem Schiffbruch Geretteten, 1, 38, 5; vgl. Her. 5, 85.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακομίζω: ποιητ. ἀγκομ- (ἴδε κομίζω): - φέρω ἐπάνω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3. 20: - Παθ., Δείναρχ. 98. 43: ἰδίως φέρομαι πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ῥεύματος, ἢ τὰ μεσογαιότερα τῆς χώρας, Ἡρόδ. 2. 115. ΙΙ. Μέσ., ἀνευρίσκω τι ὅπερ ἀπώλεσα καὶ παραλαμβάνω αὐτὸ ὀπίσω μετ’ ἐμαυτοῦ, ἀνακτῶμαι, Ξεν. Ἀπομ. 2. 10, 1: - κομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1 καὶ 17: - φέρωλαμβάνω τι ὀπίσω μετ’ ἐμαυτοῦ, ὡς ἀνῆκον εἰς ἐμέ, Ἡρόδ. 5. 85, Θουκ. 6. 7: - Παθ., κομίζομαι ἄνω, Ἡρόδ. 3. 129, κτλ.· καὶ ἐπὶ προσώπ., ἔρχομαιὑπάγω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, ἀνακομιζόμενος, ἐπανερχόμενος, ὁ αὐτ. 2. 107, Θουκ. 2. 31: -διασῴζομαι, Λατ. se recipere, τῶν ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντων Πολύβ. 1. 38, 5· οὕτω καὶ μέσ., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ... Πλουτ. Ἄρατ. 51. 2) ἐν μέσ. φωνῇ ὡσαύτως, τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαιθ’, «ἀνασώσειεν, ἀνακομίσειεν, ἐπιμελείας ἀξιώσειεν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 15· ἀνακομίζομαι τύχαν δαιμόνων, ἐπαναφέρω ἐπ’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἱππ. 831. ΙΙΙ. θεραπεύω, «ἀνακομίσαι, θεραπεῦσαι, ἀνενέγκαι», Ἡσύχ. - ἔπειτα σιτίοισιν αὐτὸν ἀνακομίζειν ὑποχωρητικωτάτοισιν Ἱππ. 44. 41 (κατὰ τὴν παραπομ. Θ. Στ.)· μεταφ., πεπονηκυῖαι ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Ἀριστείδ. τόμ. 1. 225.

French (Bailly abrégé)

1 (ἀνά, en haut) porter en haut, monter;
2 (ἀνά, en arrière) rapporter, ramener ; Pass. être ramené ; revenir;
Moy. ἀνακομίζομαι (ao. ἀνεκομισάμην) porter en arrière, mettre en réserve.
Étymologie: ἀνά, κομίζω.