ἀγλαόκρανος
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
German (Pape)
[Seite 16] Θέτις, mit schönen Quellen, schrieb Böckh Pind. N. 3, 54 ed. I, für ἀγλαόκαρπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγλαόκρανος: Δωρ. = ἀγλαόκρηνος.
English (Slater)
ἀγλαόκρανος, -καρνος v. ἀγλαόκολπος.