Ἀκράγας
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
French (Bailly abrégé)
αντος;
1 ὁ Ἀκράγας l’Acragas (auj. S. Biago), fl. de Sicile;
2 ὁ ou ἡ Ἀκράγας Agrigente, ville de Sicile.
English (Slater)
Ἀκρᾰγας
a a city in Sicily Θήρωνα δὲ ἔρεισμ' Ἀκράγαντος (O. 2.6) ἐπί τοι Ἀκράγαντι τανύσαις αὐδάσομαι (O. 2.91) κλεινὰν ̆ακράγαντα γεραίρων εὔχομαι (O. 3.2) ποταμίᾳ τ' ̆ακράγαντι (P. 6.6)
b the river Akragas, flowing through the city φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις ̆ακράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα (P. 12.3)