ἀντίφθογγος
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον,
A of answering sound, concordant, c. gen., Pi.Fr.125; imitative, AP7.191 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 263] 1) widerhallend, ψαλμός Pind. frg. 91; Archi. 28 (VII, 191). – 2) dagegen tonend?
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων ἦχον ἀνταποκρινόμενον, σύμφωνος, ψαλμὸν ἀντίφθογγον Πινδ. Ἀποσπ. 91· Ἀποσπ. 91· μιμητικός, Ἀνθ. Π. 7. 191. II. ὁ ἔχων ἐναντίον ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renvoie le son.
Étymologie: ἀντιφθέγγομαι.
English (Slater)
ἀντίφθογγος
1 answering the voice ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος (contra R.-E., s. v. Lyra, “was — sich eben auf das Spiel in Oktaven bezieht”) fr. 125. 3.