ἀντίφθογγος
English (LSJ)
ἀντίφθογγον, of answering sound, concordant, c. gen., Pi.Fr.125; imitative, AP7.191 (Arch.).
Spanish (DGE)
-ον
1 de sonidos que responde c. gen. ψαλμὸν ἀ. ὑψηλᾶς ... πακτίδος Pi.Fr.125
•que imita el sonido de c. dat., de un pájaro AP 7.191 (Arch.)
•abs. ἀ. ὕμνον συμφώνως τῷ ὑπερμάχῳ Θεῷ un himno antifonal acorde con el Dios campeón Meth.Res.1.56 (p.174.1).
2 de sonido contrario o diferente νέα ψαλτήρια καὶ ἀντίφθογγα τῷ Δαβίδ Gr.Naz.M.37.193A.
German (Pape)
[Seite 263] 1) widerhallend, ψαλμός Pind. frg. 91; Archi. 28 (VII, 191). – 2) dagegen tonend?
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui renvoie le son.
Étymologie: ἀντιφθέγγομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίφθογγος: отзывающийся в ответ, откликающийся Pind., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίφθογγος: -ον, ὁ ἔχων ἦχον ἀνταποκρινόμενον, σύμφωνος, ψαλμὸν ἀντίφθογγον Πινδ. Ἀποσπ. 91· Ἀποσπ. 91· μιμητικός, Ἀνθ. Π. 7. 191. II. ὁ ἔχων ἐναντίον ἦχον, ἀντίθετος, ἐναντίος, Βυζ.
English (Slater)
ἀντίφθογγος answering the voice ἐν δείπνοισι Λυδῶν ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος (contra R.-E., s. v. Lyra, “was — sich eben auf das Spiel in Oktaven bezieht”) fr. 125. 3.
Greek Monolingual
ἀντίφθογγος, -ον (AM)
μσν.
ο ασύμφωνος, ο αντιφατικός
αρχ.
αυτός που ανταποκρίνεται ή βρίσκεται σε αρμονική σχέση με τον ήχο.
Greek Monotonic
ἀντίφθογγος: -ον, λέγεται για αντίστοιχο, ανταποκρινόμενο ήχο, μιμητικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
[from ἀντιφθέγγομαι
of answering sound, imitative, Anth.