ἀδίαντος

From LSJ
Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίαντος Medium diacritics: ἀδίαντος Low diacritics: αδίαντος Capitals: ΑΔΙΑΝΤΟΣ
Transliteration A: adíantos Transliteration B: adiantos Transliteration C: adiantos Beta Code: a)di/antos

English (LSJ)

ον, (διαίνω)

   A unwetted, ἀδιάντοισι παρειαῖς Simon.37.3; ἀ. ἐξ ἁλός B.16.122; not bathed in sweat, σθένος Pi.N.7.72.    II as Subst., ἀδίαντος, ὁ, maidenhair, Adiantum Capillus-Veneris, Orph. A.915: ἀδίαντον, τό, Theoc.13.41; ἀ. [τὸ μέλαν] Thphr.HP7.10.5: pl., Plu.2.614b.    2 ἀ. τὸ λευκόν, = τριχομανές, Thphr.HP7.14.1, Dsc.4.135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίαντος: -ον, ὁ μὴ ὑγρανθείς, παρειαῖς ἀδιάντοισι, Σιμων. 37. 3: = μὴ ὑγρανθείσαις διὰ τοῦ ἱδρῶτος· σθένος, Πινδ. Ν. 7. 107, πρβλ. ἀνιδρωτί, ἀκονιτί. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀδίαντος, εἶδος φυτοῦ, τὸ πολύτριχον, Ὀρφ. Ἀργ. 918· ὡσαύτως ἀδίαντον, τό, Θεόκρ. 13. 41, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
non mouillé ; τὸ ἀδίαντον adiante, plante (sorte de fougère).
Étymologie: ἀ, διαίνω.

English (Slater)

ᾰδῐαντος
   1 not bathed in sweat (v. Snell on Bacch. 17. 122.) (ἄκων), ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον pr. (N. 7.73)