γελανής
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ές, (γελάω)
A cheerful, καρδία, θυμός, Pi.O.5.2, P.4.181.
German (Pape)
[Seite 478] ές, lachend, heiter, καρδία Pind. Ol. 5, 2; θυμός P. 4, 181.
Greek (Liddell-Scott)
γελᾱνής: -ές, (γελάω) γελαστικός, εὔθυμος, καρδία, θυμὸς Πίνδ. Ο. 5. 5, II. 4. 322.
English (Slater)
γελᾱνής
1 cheerful καρδίᾳ γελανεῖ (O. 5.2) θυμῷ γελανεῖ (P. 4.181)