Πυθών
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
ῶνος, ἡ,= Πυθώ, Il.2.519, h.Merc.178, Simon.125, Pi.O.6.48, S.OT152 (lyr.), Ar.Ra.659, al.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ἡ) :
c. Πυθώ.
English (Slater)
Πῡθών (-ῶνος, -ῶνι, -ῶνα: -ῶνάδε; -ωνόθεν.)
1 Pytho, Delphi ἐν δὲ Πυθῶνι χρησθὲν παλαίφατον τέλεσσεν (O. 2.39) Ὀλυμπίᾳ μὲν Πυθῶνι δὲ Ἰσθμοῖ τε (O. 2.49) πετραέσσας ἐκ Πυθῶνος (O. 6.48) Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος καὶ δὶς ἐκ Πυθῶνος (O. 12.18) ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι (P. 3.27) Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ (P. 4.3) Πυθῶνι δίᾳ (P. 7.11) Πυθῶνος ἐν γυάλοις (P. 8.63) ἐν Πυθῶνι ἀγαθέᾳ (P. 9.71) ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλὸν κελαδήσετ (P. 11.9) δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος (P. 12.5) ἐν ἀγαθέᾳ Πυθῶνι κράτησεν (N. 6.35) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις (N. 9.5) ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι (N. 10.25) ἐν Πυθῶνι πειρᾶσθαι καὶ Ὀλυμπίᾳ ἀέθλων (N. 11.23) -ῶνάδε, ἀλλ' ὁ μὲν Πυθῶνάδ ᾤχετ ἰών (O. 6.37) πτερόεντα δ' ἵει γλυκὺν Πυθῶνάδ ὀιστόν (O. 9.12) -ωνό- θεν, ἔχοντα Πυθωνόθεν τὸ καλλίνικον λυτήριον δαπανᾶν μέλος χαρίεν (P. 5.105) Πυ]θωνόθ[εν (Pae. 6.72)