χρυσάνιος
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
English (LSJ)
Dor. for χρυσήνιος (q. v.).
Greek (Liddell-Scott)
χρυσάνιος: Δωρ. ἀντὶ χρυσήνιος, Πίνδ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. χρυσήνιος.
English (Slater)
χρῡσᾱνιος
1 with golden reins πότνια θεσμοφόρε χρυσάνιον (sc. Φερσεφόνα: cf. Paus., 9. 23. 3, ἐν τούτῳ τῷ ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ χρυσήνιος) fr. 37.