ἄγουρος

From LSJ
Revision as of 11:45, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_1)

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγουρος Medium diacritics: ἄγουρος Low diacritics: άγουρος Capitals: ΑΓΟΥΡΟΣ
Transliteration A: ágouros Transliteration B: agouros Transliteration C: agouros Beta Code: a)/gouros

English (LSJ)

ὁ,

   A youth, Thracian word, Eust.1788.56.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγουρος: ὁ, νεανίας, Βυζ. (Παρὰ Θρᾳξίν, οἱ κυριευθέντες ἔφηβοι Εὐστ. Λέων Γραμμ. σ. 460, ἴδε, μῆτερ, οἷον ἄγουρον νῦν ἐπελαβόμην. Ἄννα Κομν. βιβλ. 6, Ἀλεξιάδ. σ. 205 ἐνετείλατο συμπαραλαβεῖν μεθ’ ἑαυτοῦ τούς τε ἀνδρειωμένους τῶν ἀγούρων. Ἐκ τοῦ ἄγουρος ἴσως παρήχθη τὸ κοινολεκτούμενον ἀγόρι, ὅπερ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ τῷ Πτωχοπροδρόμῳ. «Ἂν ἔχω γείτοναν τινά, κ’ ἔχει παιδὶν ἀγόριν.» Ἴδε Δουκάγγ. σ. 17 ἐν λέξει ἄγουροι, καὶ Κοραῆ Ἄτακτ. τόμ. Α΄, σ. 87 ἐν λέξει ἀγόριον.

Spanish (DGE)

ὁ v. ἄγωρος.