ἀγρυπνέω
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
pf.
A ἠγρύπνηκα Hp.Prog.2:—lie awake, pass sleepless nights, Thgn.471, Hp.l.c., Pl.Lg.695a, etc.; opp. καθεύδω, X.Cyr. 8.3.42; ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα to pass a sleepless night, Id.HG7.2.19, Men.113; οἱ -οῦντες sufferers from insomnia, Dsc.4.64. 2 metaph., to be watchful, LXX Wi.6.15, Ev.Marc.13.33, Ep.Eph.6.18; ὑπὲρ τῶν ψυχῶν Ep.Heb.13.17; ἐπὶ τὰ κακά LXX Da.9.14: c. inf., μηθέν σε ἐνοχλήσειν PGrenf.2.14a3. 3 c.acc., lie awake and think of, τινά PMag.Par.1.2966.
German (Pape)
[Seite 24] (-νος), schlaflos sein, wachen, Plat. Legg. III, 695 a; dem καθεύδειν entgegengesetzt Xen. Cyr. 8, 3, 42; τὴν νύκτα Hell. 7, 2, 19; τὴν νύκτα ἠγρυπνήκαμεν Men. Ath. IV, 172 at Plut. Them. 3, der Alex. virt. II, 4 auch τοῖς καιροῖς ἀγρ. sagt, aufmerksam sein auf; auch εἴς τι, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγρυπνέω: εἶμαι ἄγρυπνος, διαμένω ἔξυπνος, Θέογν. 471, Ἱππ. Προγν. 37, Πλάτ., καὶ ἀλλ.· ἀντίθ. τῷ καθεύδω, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 42· ἀγρυπνεῖν τὴν νύκτα, διέρχομαι ἄϋπνος τὴν νύκτα, ὁ αὐτ. Ἑλλ. 7. 2, 19, Μένανδρ. ἐν «Δημιουργῷ». 1. Πρβλ. Ἄδηλ. 40: - ὑποφέρω ἐξ ἀϋπνίας, Διοσκορ. 4. 65. 2) μεταφ., μένω ἄγρυπνος, φυλάττω, προσέχω. Ἑβδ. (Σοφ. Σ. ϛ΄ 15), Εὐαγ. Μάρκ. ιγ΄, 33, Ἐφες. ϛ΄, 18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. ἀγρυπνήσω, ao. ἠγρύπνησα, pf. ἠγρύπνηκα;
1 être éveillé, veiller;
2 SEPT se réveiller.
Étymologie: ἄγρυπνος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): contr. -ῶ
I 1no dormir, estar despierto, estar desvelado μηδὲ τὸν ἀγρυπνέοντα κέλευ' ἀέκοντα καθεύδειν Thgn.471, cf. Hp.Prog.2, Pl.Lg.695a, X.Cyr.8.3.42, Call.Fr.227.5
•c. ac. de tiempo ἀ. τὴν νύκτα pasar la noche en vela X.HG 7.2.19
•c. giro prep. ἀ. ἐν ταῖς νυξί Corn.ND 34, fig. ποίησον τὴν δεῖνα ἀγρυπνοῦσαν μοι διὰ παντὸς αἰῶνος haz que fulana esté en vela por mí durante toda la eternidad, PMag.4.2966.
•medic. sufrir insomnio Dsc.4.64.3.
2 crist. hacer vigilia en la iglesia, Ath.Al.H.Ar.81.6.
II 1estar vigilante, alerta LXX Sap.6.15, 1Es.8.58, Eu.Marc.13.33.
2 fig. velar, preocuparse por, atender a τοῖς καιροῖς Plu.2.337b, ἕκαστα SEG 34.1243.6 (Abido V d.C.), ἐπὶ τὰ κακά LXX Da.9.14, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν Ep.Hebr.13.17, οὐκ εἰς φόβον θεοῦ ἀλλ' ἐπὶ τὸ πονηρόν Ep.Barn.20.2
•c. inf. μηθέν σε ἐνοχλήσειν PGrenf.2.14a.3 (III a.C.) en BL 1.185, ἀγρυπνοῦντες νοῆσαι τὸ κακόν Apoc.En.100.8
•estar preocupado o desvelado por alguna preocupación συνεχῶς ἀγρυπνοῦσα νυκτὸς ἡμέρας PGiss.19.7, ἀγρυπνῶ καὶ πεφόβημαι BGU 1766.9 (I a.C.).