ἁλίκλυστος
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ον,
A sea-washed, sea-beaten, of coast, S.Aj.1219 (lyr.); ἁ. πὰρ χθονὶ Πειραέως IG3.1344; ἁ. δέμας AP9.228 (Apollonid.). 2 high-surging, πόντος Orph.A.333.
German (Pape)
[Seite 96] meerbespült, πόντου πρόβλημα Soph. Ai. 1198; πέτραι Opp. H. 1, 155; Ep. ad. 399 (IX, 325); ἠϊονίς Agath. 49 (IX, 657); Σινώπη D. Per. 972; Orph. Arg. 331 πόντος, hochwogend.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίκλυστος: -ον, ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης κατακλυζόμενος, προσβαλλόμενος, Σοφ. Αἴ. 1219 (λυρ.)· ἁλ. πάρ χθονὶ Πειραέως, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 113· ἁλ. δέμας, Ἀνθ. Π. 9. 228. 2) ὁ ὑψηλὰ ἐγειρόμενος, ὑψηλὰ κύματα ἐγείρων, πόντος, Ὀρφ. Ἀργ. 335.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
baigné par la mer.
Étymologie: ἅλς¹, κλύζω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
1 batido, bañado por el mar de promontorios y zonas costeras πρόβλημ' ἁλίκλυστον S.Ai.1219, ἁλικλύστῳ πὰρ χθονὶ Πειραέως IG 22.12476 (II d.C.), Μαραθών Nonn.D.13.153, ἁ. δέμας AP 9.228 (Apollonid).
2 de violento oleaje πόντος Orph.A 333.