ἀποτμητέον
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
A one must cut off, τῆς τῶν πλησίον χώρας a portion of it, Pl.R.373d; one must excise, τὴν μήτραν Sor.2.89.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτμητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀποκόψῃ, τῆς τῶν πλησίων χώρας ἡμῖν ἀποτμητέον, μέρος αὐτῆς, Πλάτ. Πολ. 373D· κἂν ὅλη μελανθῇ (ἡ μήτρα) τὴν σύμπασαν ἀποτμητέον Σωραν. π. Γυναικ. Παθ. σ. 128.15.
Spanish (DGE)
1 hay que cortar, extirpar τὴν μήτραν Sor.152.12.
2 c. dat. y gen. hay que cortarse, hay que apropiarse un trozo τῆς τῶν πλησίον χῶρας ἡμῖν Pl.R.373d.