ἀστασίαστος
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A not torn by faction, Ἀττική Th.1.2; στρατός App.Hisp.72; βίος Eus.Mynd.26. 2 not liable to disturbance, νομή Sammelb.5174 (iv A. D.), etc. II of persons, free from faction or party-spirit, Lys.2.55, Pl.R.459e, etc.; of forms of government, Arist.Pol.1302a9. Adv. -τως D.S.17.54, Herm. in Phdr.p.186A.: Comp., D.C.52.30: Sup. -ότατα Pl.R.520d.
German (Pape)
[Seite 374] nicht aufrührerisch, ruhig, παρέχειν τοὺς συμμάχους Lys. 2, 55. 33, 7; nicht durch Aufruhr beunruhigt, Thuc. 1, 2; Plat. u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστᾰσίαστος: -ον, ἐπὶ χώρας, ἡ μὴ διαταρασσομένη ὑπὸ στάσεων, τὴν Ἀττικήν… ἀστασίαστον οὖσαν ἄνθρωποι ᾤκουν οἱ αὐτοὶ ἀεὶ Θουκ. 1. 2. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ μὴ στασιάζων, ἥσυχος, ἀστασιάστους παρέχοντες τοὺς συμμάχους Λυσ. 195. 38., Πλάτ. Πολ. 459Ε, κτλ.· ἐπὶ πολιτευμάτων, Ἀριστ. Πολ. 5. 1, 15: - Ἐπίρρ. -τως, ἀταράχως καὶ ἀστασιάστως διαμένειν Διόδ. 17. 54 (ἀνθ’ οὗ παρὰ γραμμ. καὶ ἀστασιαστικῶς)· ὑπερθ. -ότατα, Πλάτ. Πολ. 520D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non troublé par des factions, calme, paisible;
2 étranger aux factions, non factieux.
Étymologie: ἀ, στασιάζω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no afectado por las discordias, libre de discordias de pers. o comunidades Ἀττική Th.1.2, οἱ σύμμαχοι Lys.2.55, ἡ ἀγέλη τῶν φυλάκων Pl.R.459e, οἱ πολίται Pl.Euthd.292b, τὰ τῶν ἀνθρώπων γένη Pl.Lg.713e, τοσαῦτα πλήθη Plb.11.19.3, Ἑλλάς D.Chr.12.74, cf. IG 22.1006.32 (II a.C.), c. gen. πόλις ... ἀ. ἐμφυλίου βλάβης Lyd.Mag.1.50
•de abstr. καλλίστη ... ἀστασιαστοτάτη μεῖξις καὶ κρᾶσις Pl.Phlb.63e, βίος Eus.Mynd.26
•de formas de gobierno ὅμως δὲ ἀσφαλεστέρα καὶ ἀ. μᾶλλον ἡ δημοκρατία τῆς ὀλιγαρχίας Arist.Pol.1302a9, ἡ κοινὴ πολιτεία Plb.6.48.3, ἔοικέ τε ἡ Ἐπικούρου διατριβὴ πολιτείᾳ τινὶ ἀληθεῖ, ἀστασιαστοτάτῃ Numen.24.34, cf. Them.Or.5.69c
•neutr. compar. como adv. ὡς ... ἀστασιαστότερον διάγωσι D.C.52.30.8
•neutr. plu. sup. como adv. ἀστασιαστότατα οἰκεῖσθαι vivir con las menores disensiones posibles Pl.R.520d.
2 que no es objeto de discordia νομή SB 5174.5 (VI d.C.).
II adv. -ως sin discordias πολιτεύειν ἀ. IMSipylos 1.40 (III a.C.), διαμένειν ἀ. D.S.17.54, φέρειν ἀ. Herm.in Phdr.186.