γραστίζω
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
A feed at grass, ἵππους Gp.16.1.11 (Pass.), Hippiatr. 98.
German (Pape)
[Seite 505] mit grünem Futter versehen, τοὺς ἵππους Geop.
Greek (Liddell-Scott)
γραστίζω: τρέφω εἰς τὸ «γρασίδι», μὲ χλωρὸν χόρτον, ἵππους Γεωπ. 16. 1, 11, Ἱππιατρ.
Spanish (DGE)
apacentar τοὺς ἵππους Hippiatr.97.5, Hippiatr.Cant.78 tít., cf. en v. pas. PCair.Zen.158.2 (III a.C.), PCornell 1.187 (III a.C.), Gp.16.1.11, cf. κραστίζομαι.