δοξοκόπος
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
ον, =
A thirsting for notoriety, Teles p.39H., Ph.2.269, Muson.Fr.7p.29H., D.Chr.32.24.
German (Pape)
[Seite 657] ehrsüchtig, Teles bei Stob. dor. 97, 51 M.; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ περὶ τὴν δόξαν σφόδρα σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. δημοκόπος· -ἐντεῦθεν δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, φιλοδοξία ἀκόρεστος, αὐτόθι, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recherche la gloire ou les honneurs.
Étymologie: δόξα, κόπτω.
Spanish (DGE)
-ον
ansioso o deseoso de fama, de popularidad, ἄπληστος καὶ δ. καὶ δεισιδαίμων Bio Bor.34, cf. Teles p.39, Ph.2.269, Phld.Oec.22.24, Muson.7 (p.58.1), D.Chr.32.24, 34.31, Ast.Am.Hom.8.21.2.