ἀρυτήσιμος
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A that can be drawn: drinkable, AP9.575 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρῠτήσιμος: -ον, ἐπὶ ὕδατος, ὃ ἀντλεῖ τις πρὸς πόσιν, πόσιμος, Ἀνθ. Π. 9. 575.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut puiser, potable.
Étymologie: ἀρύω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾱρῡ-]
que se puede sacar para beber, potable γλυκὺ νᾶμα θάλασσα βροτοῖς ἀρυτήσιμον ἕξει AP 9.575 (Phil.).