δυσχέρεια
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
ἡ, opp. εὐχέρεια, I of things, annoyance, disgust caused by a thing, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος, S.Ph.473, 900, cf. Pl.Plt.286b; unpleasantness, of food, D.C.68.31: pl., Plu.2.654b. b odium, unpopularity, Pl.Lg.967c (pl.). 2 difficulty, troublesome question, Id.R. 502d, Isoc.5.12 (pl.), etc.; δ. παρέχειν Plb.1.20.10; εἰς δ. ἐμπεσεῖν Id.8.7.1; κατὰ τὴν προφοράν, opp. εὐχέρεια, Phld.Po.994.8. 3 in argument, difficulties, δ. λογικαί Arist.Metaph.1005b22, cf. 995a 33. II of persons, harshness, Pl.Phlb.44c; offensiveness, Thphr. Char.19. 2 loathing, nausea, Pl.Prt.334c.
German (Pape)
[Seite 691] ἡ, Schwierigkeit im Handhaben, Behandeln; – a) von Sachen, Unbequemlichkeit, Hinderniß; τῆς κτήσεως Plat. Rep. VI. 502 d; Isocr. 5, 12; oft bei Pol., δυσχέρειαν παρέχειν 1, 20, 10; ὁδοῦ 3, 64, 8; εἰς δυσχερείας ἐμπεσών 8, 9, 1; περὶ τὴν διοίκηοιν Plut.; das Lästige, Unangenehme einer Sache, τοῦ φορήματος Soph. Phil. 471; νοσήματος 888; Sp.; τὰς τῶν πραγμάτων δυσχερείας ὀνόμασι χρηστοῖς ἐπικαλύπτειν Plut. Sol. 15. Uebh. = Ekel, Ueberdruß; Plat. Polit. 386 b 310 c. – b) von Personen, mürrisches Wesen, Verdrießlichkeit; Plat. Phil. 44 c; vgl. Theophr. char. 15.
Greek (Liddell-Scott)
δυσχέρεια: ἡ, ἀντίθ. εὐχέρεια. Ι. ἐπὶ πραγμάτων, ἐνόχλησις, στενοχωρία, ἀηδία, προξενουμένη ἔκ τινος πράγματος, τοῦ φορήματος, τοῦ νοσήματος Σοφ. Φ. 473, 900, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 286Β· ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 654Β. 2) δυσκολία εἰς τὸ ποιεῖν τι, Πλάτ. Πολ. 502D, κτλ.· δυσκολία, Ἰσοκρ. 84D. 3) ἐν συζητήσει, δυσκολίαι, δ. λογικαὶ Ἀριστ. Μεταφ. 3. 3, 9, πρβλ. 2. 1, 3 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἰδιοτροπία, δυστροπία, ἔχθρα, Πλάτ. Φιλ. 44C· πρβλ. Θεόφρ. Χαρ. 19. 2) ἀηδία, τάσις πρὸς ναυτίαν, Πλάτ. Πρωτ. 334Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 difficulté;
2 ennui, contrariété.
Étymologie: δυσχερής.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I ref. a pers.
1 enfado, disgusto c. gen. δ. ... πολλὴ τοῦδε τοῦ φορήματος S.Ph.473
•enojo, indignación por ἡ δ. τῶν οὐκ ἐξ ἔθους ἐπιτηδευμάτων I.AI 15.281, ref. a la tiranía, D.17.8.
2 desagrado, impresión o sensación desagradable τοῦ νοσήματος S.Ph.900, δ. ... ἡ ἐπὶ ταῖς αἰσθήσεσι ... ἐν τοῖς σιτίοις Pl.Prt.334c, λύσεις τὴν ἐπιφερομένην δυσχέρειαν en el auditorio, Anaximen.Rh.1432b25, cf. D.Chr.3.121, ἐκεῖνος ... ἄλλην τινὰ ἔχων δυσχέρειαν, ἄβρωτος γίνεται Thphr.CP 6.12.7, cf. HP 9.16.9, op. ἀπόλαυσις I.BI 1.112, μυῖαι ... δυσχερείας ἅπαντα (τὰ βρώματα) ἐνεπίμπλων D.C.68.31.4, δ. κατὰ τὴν προφοράν op. εὐχέρεια Phld.Po.A 8.10
•aspecto desagradable ref. a la enfermedad de Filoctetes, D.Chr.52.8
•contrariedad πολλὴν αὐτοῖς παρεῖχεν τοῦτο τὸ μέρος δυσχέρειαν Plb.1.20.10.
3 aborrecimiento, antipatía πολλὰς ἀθεότητας καὶ δυσχερείας τῶν τοιούτων ἅπτεσθαι que les afectaron muchas acusaciones de ateísmo y antipatías Pl.Lg.967c, πλεῖστον τῇ δυσχερείᾳ μέρος ἀπονέμοντες otorgando demasiada importacia a la antipatía Pl.Plt.310c.
II como circunstancia externa
1 dificultad ἁπάσας ... τὰς δυσχερείας ὑπεριδών Isoc.5.12, ἡ τοῦ πλοῦ δ. Poll.9.33, ἡ δ. τῆς πραγματείας D.S.1.3, cf. Luc.Dom.32, διὰ τὸ μῆκος καὶ τὴν δυσχέρειαν τῆς ὁδοῦ Plb.3.64.8, cf. 39.12, D.S.14.88, εἰς παραπλησίους ἐμπεσόντες δυσχερείας Plb.8.7.1, cf. D.S.14.51, ἀκαιρίας ... πρὸς τὸ πρᾶγμα καὶ δυσχερείας Plu.2.654b, cf. Sol.15, πάσης βοηθείας ὡς ἐν πολλῇ δυσχερείᾳ δεομένων Plot.4.8.2, ἡ ... τῶν καιρῶν δ. Gr.Naz.M.35.1025B, cf. Synes.Ep.43
•dificultad, problema ἡ τῶν γυναικῶν τῆς κτήσεως δ. el problema de la posesión de las mujeres Pl.R.502d, τις δ. φύσεως Pl.Phlb.44c, αἱ λογικαὶ δυσχέρειαι Arist.Metaph.1005b22, cf. 995a33, Cael.309a29, GA 740b15, LXX 2Ma.2.24.
2 aspecto repugnante, desaliño ἔστι δὲ ἡ δ. ἀθεραπευσία σώματος λύπης παρασκευαστική Thphr.Char.19.1
•fealdad de las palabras, D.H.Comp.12.11, 16.19.