ἀλίσγημα
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ατος, τό,
A pollution, Act.Ap.15.20.
German (Pape)
[Seite 98] τό, Verunreinigung, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλίσγημα: -ατος, τό, (ἀλισγέω) μόλυνσις, μίασμα, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 20, ἀναφερόμενον εἰς τὰ εἰδωλόθυτα· «ἀλισγημάτων, τῆς μεταλήψεως τῶν μιαρῶν θυμάτων», Ἡσύχιος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
souillure.
Étymologie: ἀλισγέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
contaminación c. gen. τῶν εἰδώλων Act.Ap.15.20, cf. AB 377, Hsch., Sud.