ἀρικύμων
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ] [ῡ], ον, gen. ονος, (κύω)
A prolific, Hp.Superf.23, prob. in Aër.5.
German (Pape)
[Seite 351] ον, oft schwanger, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρικύμων: [ῠ], -ον, (κύω) ἐπὶ γυναικός, «ἡ ταχέως ἐγκύμων γινομένη», Γαλην. Γλωσσ., «εὐσύλληπτος» Ἡσύχ., Ἱππ. 262, κτλ.
Spanish (DGE)
-ον gen. -ονος
muy fecundo, γυνή Hp.Superf.23, Aër.5, Steril.219.