γεννητικός

From LSJ
Revision as of 12:07, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_9)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεννητικός Medium diacritics: γεννητικός Low diacritics: γεννητικός Capitals: ΓΕΝΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: gennētikós Transliteration B: gennētikos Transliteration C: gennitikos Beta Code: gennhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A generative, productive, ἡ πρᾶξις ἡ γ. Arist.HA539b21; ψυχὴ γ. Id.de An.416b25: c. gen., generative or productive of... τινός Epicur.Ep.1p.11U., Arist.GA726b21, etc.; ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.Nat.Herc.908.1.    2 of men or animals, able to procreate, Arist.HA544b26, de An.432b24.

German (Pape)

[Seite 483] zum Erzeugen gehörig, geschickt, Hippocr., Arist. H. A. 5, 14 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

γεννητικός: -ή, -όν, γεννῶν, παραγωγός, παράγων, ἡ πράξις ἡ γ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 5. 2, 2·― μ. γεν., γεννῶν ἢ παράγων..., Ἱππ. 404. 47, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 4, 9.― Ἐπίρρ.–κῶς, διὰ γεννήσεως, Ἐκκλ. 2) ἐπὶ ζῴων, ἱκανὸς νὰ γεννήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 5. 14, 3, π. Ψυχ. 3. 9, 6.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1generador, productivo ὄργανα μὲν ἔχει ... πρὸς τὴν πρᾶξιν τὴν γεννητικήν Arist.HA 539b21, ἡ γ. ὥρα el período fértil Arist.Pr.898b8, cf. Vett.Val.19.11, 29, τὸ γ. κλίμα Vett.Val.19.6
fil. del alma como causa y principio del cuerpo vivo δύναμις τῆς ψυχῆς θρεπτικὴ καὶ γ. Arist.de An.416a19, cf. Aristid.Quint.121.9, τὸ γ. μόριον ψυχικόν Chrysipp.Stoic.2.234, cf. Arist.de An.416b25, Plot.1.1.8
c. gen. que produce ἄλλοι δὲ τρόποι τινὲς γεννητικοὶ τῶν τοιούτων φύσεων Epicur.Ep.[2] 48, μόρια αἵματος γεννητικά Placit.1.3.5 (= Anaxag.A 46), ὁ δὲ Κνίδιος (οἶνος) αἵματος γ. Ath.32e, τὸ τούτων γ. ὕδωρ del agua que produce fertilidad en personas, cosechas, etc., I.BI 4.463, ἡ ἀκινησία μηδενὸς ... γ. Corn.ND 28, cf. Hero Def.136.16
en lit. crist. del Padre γ. τοῦ λόγου Leont.H.Nest.M.86.1496A, cf. Hippol.Haer.10.13
fig. ἡ πρὸς τὸν λόγον ἀπείθεια ἁμαρτίας ἐστὶ γ. Clem.Al.Paed.1.13.101, (ἡ δεκάτη) γ. τελειότητος Gr.Naz.M.36.641C.
2 ref. al hombre o animal apto para procrear o engendrar ἀρχὴ κινήσεως γ. principio de movimiento apto para engendrar contenido en el semen, Arist.GA 726b21, σπέρμα Epicur.Herc.908.1, (ἄνθρωπος) γ. δὲ περὶ τὰ τρὶς ἑπτά Arist.HA 544b26, cf. Arist.de An.432b24, ἡ γ. καταβολὴ τοῦ σπέρματος Clem.Al.Strom.3.12.83, τὰ γεννητικὰ μόρια los órganos genitales Plu.2.962b, Gal.17(2).129, Pall.H.Laus.23.5, tb. en sg. τὸ γ. μόριον del de Príapo, D.S.1.88
tb. τὰ γεννητικὰ ὄργανα Isid.Pel.Ep.M.78.273C.
II adv. -ῶς por vía de generación ἡ ὑπόστασις ... τοῦ υἱοῦ γ. Didym.Trin.1.35.