ἀνανδρία
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
(in codd. sts. wrongly -εία, and in later Ion. -ηΐη), ἡ,
A want of manhood, Hp.Aër.16, E.Med.466, Pl.Phdr.254c, etc.; of eunuchs, Luc.Syr.D.26. 2 unmanliness, cowardice, A.Pers.755, E. Or.1031, Th.1.83, And.1.56, etc.; ἀνανδρίᾳ χερῶν E.Supp.314. II unmarried womanhood, Plu.2.302f.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνανδρία: (ἐν τοῖς χειρογρ. ἐνίοτε ἐσφαλμ. -εία καὶ Ἰων. -ηΐη) ἡ, ἔλλειψις ἀνδρότητος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 290, Εὐρ. Μήδ. 466, Πλάτ., κτλ. 2) ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀνάνδρου, δειλία, Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, Εὐρ. Ὀρ. 1031, Θουκ. 1. 82, Ἀνδοκ. 8. 22, κτλ.· ἀνανδρίᾳ χερῶν Εὐρ. Ἱκ. 314. ΙΙ. ἡ κατάστασις τῆς ἀνυπάνδρου γυναικός, αἱ δὲ ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Πλούτ. 2. 302F.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manque de virilité ; mollesse, lâcheté;
2 célibat des femmes.
Étymologie: ἄνανδρος.
Spanish (DGE)
-ας
• Alolema(s): jón. -ηΐη Luc.Syr.D.26
I ref. a hombres
1 falta de virilidad, impotencia Hp.Aër.16, 22, de eunucos, Luc.Syr.D.26.
2 falta de hombría, pusilanimidad, cobardía ἀναδρίας ὕπο ἔνδον αἰχμάζειν A.Pers.755, ὦ παγκάκιστε, τοῦτο γάρ σ' εἰπεῖν ἔχω, γλώσσῃ μέγιστον εἰς ἀνανδρίαν κακόν canalla, pues no encuentro en mi lengua mayor insulto para tu cobardía E.Med.466, ἀνανδρία γὰρ τοῦτό γε eso es cobardía, Com.Adesp.254.31Au., εἰς τοῦτ' ἀνανδρίας καὶ πονηρίας ἧλθον Isoc.14.28, αἰσχύνη καὶ ἀνανδρία καὶ πάντα τὰ αἴσχιστα D.4.42, δειλίᾳ τε καὶ ἀνανδρίᾳ λιπόντε τὴν τάξιν Pl.Phdr.254c, cf. R.560d, E.Or.1031, And.Myst.56, Arist.Rh.1384a20, D.19.218, Plb.3.6.12, D.C.46.34.2.
II ref. a mujeres soltería αἱ δ' ἀνανδρίαν ἀντὶ τοιούτων ἑλόμεναι γάμων Plu.2.302f.