ἐκτομάς
From LSJ
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A wicket-gate, Aen.Tact. 24.5, Stud.Pal.20.211.9. II = περικεφαλαία, Hsch. III a kind of spear (nisi leg. ἐκτομάδια), Id.
German (Pape)
[Seite 782] άδος, ἡ, eine kleine Thür im Thore, Aen. Tact.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτομάς: -άδος, ἡ, πυλίς, μικρὰ θύρα κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον μεγάλης πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· προσέτι καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν».
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
1 postigo, portillo ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso, Stud.Pal.20.211.9 (V/VI d.C.).
2 ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch.